- Ταλθυβίου
- Ταλθύβιοςmasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Βούλις — I (αρχές 5ου αι.). Σπαρτιάτης ευγενής. Γιος του Νικόλεω, ο Β. προσφέρθηκε, μαζί με τον επίσης ευγενή Σπερθία, να θυσιαστεί για την πατρίδα του. Όταν ο βασιλιάς των Περσών Δαρείος έστειλε τους πρέ σβεις του να ζητήσουν γην και ύδωρ (υποταγή) από… … Dictionary of Greek
Ελλήνιον — I Ονομασία κτισμάτων της Αιγύπτου κατά την αρχαιότητα. 1. Ναός στη Ναυκράτιδα της Αιγύπτου, που αποκαλύφθηκε το 1885 από τον αρχαιολόγο Φλίντερ Πέτρι. Τον ίδρυσαν οι ιωνικές πόλεις Χίος, Τέως, Φώκαια και Κλαζομενές, οι δωρικές Ρόδος, Κνίδος και… … Dictionary of Greek
Τεγέα — Oνομασία αρχαίων ελληνικών πόλεων. 1. Πόλη της Κρήτης. Κατά την παράδοση την έχτισε ο Αγαμέμνονας, γυρνώντας από την Τροία. Στην ίδια παράδοση ο βασιλιάς των Μυκηνών έχτισε στο νησί και 2 άλλες πόλεις. Ο Στέφανος Βυζάντιος όμως γράφει: «έστι και… … Dictionary of Greek